χρώματ'

χρώματ'
χρώ̱ματα , χρῶμα
skin
neut nom/voc/acc pl
χρώ̱ματι , χρῶμα
skin
neut dat sg
χρώ̱ματε , χρῶμα
skin
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρωματ(ο)- — και χρωμ(ο) Ν α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής που ανάγεται στη λ. χρώμα, ατος, και δηλώνει την παρουσία ή την πρόσδοση χρωστικής στο δηλούμενο από το α συνθετικό. Οι περισσότερες απ αυτές τις λέξεις έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως… …   Dictionary of Greek

  • γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

  • ισοχρωματικός — ή, ό (φωτογρ.) αυτός που παρουσιάζει την ίδια ευαισθησία σε όλα τα χρώματα τού φάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. isochromatique < iso (πρβλ.ισ[o] ) + chromat ique (πρβλ. χρωματ ικός)] …   Dictionary of Greek

  • χρωμ(ο)- — Ν βλ. χρωματ(ο) …   Dictionary of Greek

  • χρωματίδα — και χρωματίδη, η, Ν βιολ. καθένα από τα δύο αντίγραφα ενός αναδιπλασιασμένου χρωματοσώματος, τα οποία είναι ορατά κατά την πρόφαση και τη μετάφαση τής μίτωσης και τής μείωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromatid < χρωματ(ο) * (<… …   Dictionary of Greek

  • χρωματοτροπισμός — ο, Ν βιολ. προσανατολισμός ως απόκριση σε ένα ερέθισμα που συνίσταται σε ένα συγκεκριμένο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromatotropism (< χρωματ[ο] * + τροπισμός)] …   Dictionary of Greek

  • χρωματόγραμμα — το, Ν χημ. το χρωματογράφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromatogram < χρωματ(ο) (< χρώμα, ατος) + γράμμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”